- ογδοηκοντατέσσαρες
- ὀγδοηκοντατέσσαρες, -α (Α)ογδόντα τέσσερεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγδοήκοντα + τέσσαρες).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀγδοηκοντατεσσάρων — ὀγδοηκοντατέσσαρες a gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)